- ανθοσκεπής
- -ές1. ο σκεπασμένος με λουλούδια2. σκεπασμένος, στεγασμένος με ανθοφόρα φυτά.[ΕΤΥΜΟΛ. < άνθος + -σκεπής < σκέπας, σκεπός «σκέπη, σκέπασμα, κάλυμμα». Η λ. μαρτυρείται από το 1873 στον λογοτέχνη και πολιτικό Άγγελο Βλάχο].
Dictionary of Greek. 2013.